φροκαλώ
Смотреть что такое "φροκαλώ" в других словарях:
φροκαλώ — και φροκαλίζω φροκάλησα, σκουπίζω με φροκαλιά (βλ. λ.), σκουπίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φροκαλώ — άω, Ν καθαρίζω με την φροκαλιά, σκουπίζω, σαρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φιλοκαλῶ «αγαπώ το ωραίο, διακοσμώ», μέσω ενός τ. *φλοκαλῶ (με συγκοπή τού ι ), από όπου φροκαλώ με ανομοίωση τού λ σε ρ ] … Dictionary of Greek
φροκαλίζω — Ν φροκαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φροκαλώ, κατά τα ρ. σε ίζω) … Dictionary of Greek
φροκάλημα — το, Ν [φροκαλώ] φροκάλισμα … Dictionary of Greek
φροκαλητής — ο, θηλ. φροκαλήτρα, Ν [φροκαλώ] οδοκαθαριστής … Dictionary of Greek
φρόκαλο — το, Ν 1. σκουπίδι, σαρίδι 2. συνεκδ. σκούπα 3. φρ. «μέ έκανε φρόκαλο» μού φέρθηκε με προσβλητικό τρόπο, με ταπείνωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. φροκαλώ] … Dictionary of Greek
φροκαλίζω — βλ. φροκαλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)